Monday, May 25, 2009

τα γλυκά των 70's

Σήμερα έπεσε τυχαία στα χέρια μου μια εφημερίδα, απ'αυτές τις free που κυκλοφορούν πολύ τελευταία. Και το όνομα αυτής "i cook greek". Γενικά εγώ και η μαγειρική καμία σχέση, κι ας λέω συνέχεια στη μητέρα μου, που παραπονιέται πως δεν ξέρω τίποτα από δουλειές του σπιτιού και μαγειρική (ναι έχει δίκιο αλλά εννοείται δεν θα της το πω), πως "Ξέρω να μαγειρεύω ρε μαμά, απλά εδώ είναι το δικό σου σπίτι κι εγώ είμαι φιλοξενούμενη(!). Όταν πάω στο δικό μου σπίτι, κι εγώ θα τα κάνω."
Επειδή όμως για να περάσει η ώρα σ' ένα δημόσιο μέσο μεταφοράς, βλέπε τα λεωφορεία για παράδειγμα (και συγκεκριμένα το 054 που βρέθηκα σήμερα, εν ώρα αιχμής παρακαλώ, με την Πατησίων να είναι πύχτρα και τη ζέστη αφόρητη) χρειάζεται κανείς είτε να είναι καλωδιωμένος είτε να έχει παρέα, εγώ λόγω έλλειψης και των δύο είπα να ξεφυλλίσω την εφημεριδούλα μου.
Εντάξει μπορεί να βαριέμαι τη μαγειρική αλλά τουλάχιστον θα με βοηθούσα στο να περάσει πιο γρήγορα η ώρα. Εκεί που ξεφύλλιζα έπεσα πάνω σ' ένα άρθρο με τον εξής τίτλο: τα γλυκά των 70's.
Ως περίεργη που είμαι, είπα να κάνω μια ανάγνωση. Εδώ παραθέτω ένα απόσπασμα του εν λόγω άρθρου.

Της Χριστίνας Τσαμουρά...

Τότε που η Αθήνα των λαϊκών συνοικιών έτρωγε τουλούμπες απ’ το φούρνο, το μεσοαστικό κέντρο υποκλινόταν στη σαρλότ του Delice και οι πελάτες των καφε-ζαχαροπλαστείων παράγγελναν «Γκαρσόν, μια σεράνο», που κατέφτανε σε τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι, μεγάλωνα κι εγώ γλυκά γλυκά κάπου στο Βύρωνα...

Στον κάτω όροφο κερνάγαμε Τζοκόντα. Ήταν το σπίτι μας. Η μαμά θεωρούσε ότι τα καλύτερα σοκολατάκια τα έχει το Αριστοκρατικόν -αλλά «ποιος κατεβαίνει κέντρο»- κι ότι η Τζοκόντα ήταν η αξιοπρεπέστερη επιλογή απ’ τα «φθηνά». Σε μας δεν άρεσαν και πολύ οι τζοκόντες παρά την αξιοπρέπειά τους –μαζεύαμε όμως τα χρυσά χαρτάκια με τη Μόνα Λίζα και τα δίναμε στον Σταύρο, που τα έκανε μπαλάκι και έπαιζε ποδόσφαιρο με τα δάχτυλα. Στον πάνω όροφο κερνάγαμε μια πράσινη ΙΟΝ με φουντούκι στη μέση, τη Noisetta. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς και φημιζόταν κυρίως για το βύσσινο γλυκό στο γυάλινο πιατάκι, τα σεμεδάκια και την υπέροχη σπιτική βυσσινάδα. Οι νουαζέτες ήταν οι αγαπημένες όλων των παιδιών της γειτονιάς, αν και προσωπικά μου την έσπαγε το φουντούκι, γι’ αυτό έτρωγα συνήθως μόνο το γύρω γύρω, μια άκρως παιδική, γλυκιά και τρυφερή γάλακτος. -Το καλύτερο πετάς, σχολίαζε η μαμά της μαμάς μου, μαζεύοντας φουντούκια απ’ τα ξύλινα πατώματα και τα μωσαϊκά. Συχνά η γιαγιά αγόραζε χύμα και κάτι άλλες μαύρες σοκολάτες που ήταν σα μαργαρίτες. Αυτές δεν άρεσαν σε κανέναν μας. Δεν ξέρω γιατί τις έπαιρνε. Ίσως γιατί ήταν οι μόνες που έμεναν απείραχτες στο πορσελάνινο κουτί τους και είχε κάτι να κεράσει το «μουσαφίρη» που χτύπαγε αιφνιδιαστικά το κουδούνι.
Οχ! εργολάβοι...
Στον κάτω όροφο επικρατούσε άλλη γλυκιά τάξη πραγμάτων, που οριζόταν από τη μανούλα και ως προς την εφαρμογή της υποστηριζόταν από τον μπαμπά. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, το σπίτι μας ήταν από τα λίγα, φαντάζομαι, που δε γνώρισε ποτέ εργολάβους. Αν δεν υπήρχε το σχολείο και κάποιες συμμαθήτριες που τους φέρνανε συστηματικά ως κέρασμα σε γενέθλια και σε γιορτές, μπορεί ακόμη και σήμερα να θεωρούσα ότι τα γλυκίσματα αυτά με το αμύγδαλο και τη μαρέγκα είναι κάτι τύποι που χτίζουν πολυκατοικίες με αντιπαροχή. Παρότι της μόδας, η μητέρα μου νομίζω ότι τους θεωρούσε ελαφρώς ...μπανάλ –όπως και τα σου αλά κρεμ με εκείνη την κρυσταλλωμένη διαφανή κρούστα ζαχαρωμένης αγευσιάς, που έκανε κρίτσι κρίτσι στα δόντια σαν το πόδι του Αλκίνοου, αλλά και τα κοκάκια, που είχαν για επικάλυμμα μια σχεδόν πλαστική φλούδα, η οποία θεωρητικά ήταν σοκολάτα, αλλά πρακτικά της έμοιαζε μόνο στο χρώμα.
Τα γλυκά αυτά συνήθως ήταν αγορασμένα από κάτι συνοικιακά μαγαζιά που λέγονταν «Αρτοποιία-Ζαχαροπλαστική Αφοί Καρανικόλα» ή κάπως έτσι. Εμένα δε με απασχολούσε καθόλου το ...μπανάλ του πράγματος -δεν καταλάβαινα και τι είναι- αρκεί το πράγμα να ήταν νόστιμο. Ούτε είχα θέμα με τους Αφούς Καρανικόλα -και με κανέναν Αφό του κέντρου ή των συνοικιών- όμως με τους εργολάβους αυτούς καθαυτούς από μικρό παιδί δεν τα πήγαινα καθόλου καλά. Ήταν πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση ενός λαχταριστού μπισκότου, αλλά όταν τους δάγκωνες σε περίμενε διπλή απογοήτευση: αφενός δεν ήταν λαχταριστοί, αφετέρου δεν ήταν καν μπισκότο! Τι προδοσία! Μερικοί απ’ αυτούς είχαν και το θράσος να μυρίζουν …πικραμύγδαλο. Αίσχος!
Θυμάμαι ακόμη την ψυχική ευφορία που ένιωσα βλέποντας την εορτάζουσα Βιβή να καταφτάνει στην Ε’ τάξη με το κουτί-έκπληξη, καθώς και την πίκρα που ακολούθησε μόλις το πακέτο άνοιξε στην έδρα: «Οχ, εργολάβοι!». Επειδή δεν είναι σωστό να πετάμε το κέρασμα -ειδικά παρουσία εκείνου που μας κέρασε- το εν λόγω σκεύασμα τυλίχτηκε τότε ενοχικά ενοχικά με τη χαρτοπετσέτα του σάντουιτς και μπήκε στη σχολική τσάντα «για μετά». Στη συνέχεια αναπαύτηκε κάμποσες μέρες στον πάτο της περί ης ο λόγος τσάντας, η οποία ενώ μέχρι τότε μύριζε ένα χαρμάνι ξυσμένου μολυβιού, ανοιγμένης UHU και πολυκαιρισμένου μήλου, έκτοτε εμπλουτίστηκε και με εσάνς ξεχασμένου εργολάβου. Η δε Βιβή, ως εορτάζουσα, πέρασε στα αζήτητα.
Η συνέχεια στο www.icookgreek.com Πραγματικά αυτό το άρθρο αισθάνθηκα ότι περιγράφει τη ζωή μου... Κι εμείς θυμάμαι στο χωριό, όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και χαίρομαι πολύ γι αυτό διότι πραγματικά έχω ζήσει απίστευτα πράγματα εκεί, είχαμε νουασέτες για να κερνάει η γιαγιά, που πάντα όμως εξαφανίζονταν ως δια μαγείας, και αυτές τις μαργαρίτες με τη σοκολάτα υγείας που, ναι, ποτέ δεν τις τρώγαμε και τις είχε μονίμως στη φοντανιέρα της για να κερνάει τις θείες που θα έρχονταν επίσκεψη. Αχ τι μου θύμησε τώρα.....

1 comment:

Marietta said...

Prgmatika iperoxo..Perigrafei kai ta dika mou paidika xronia opos pistevo kai pollon allon..Mirisa mirodies,eniosa ti gefsi ton glikon sti glossa mou m afto to ar8ro....!Sigini8ika!